- ψευδουργῶν
- ψευδουργόςone who practices deceitful artsmasc gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ψευδουργός — όν, ΜΑ ο θαυματοποιός, αυτός που κάνει απατηλά τεχνάσματα («ἐν τῇ τῶν ψευδουργῶν καὶ γοήτων τέχνη», Πλάτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ψευδ(ο) * + ουργός (< ἔργον*) … Dictionary of Greek